συναφίημι

συναφίημι
Α [ἀφίημι]
1. εκβάλλω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συναφίημι μετὰ τοῡ ὕδατος καὶ γῆν», Αριστοτ.)
2. αφήνω κάτι να πέσει, ρίχνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἐκπώματα χρυσᾱ κατεπόντισε ταῑς σπονδαῑς συναφιείς», Διόδ. Σ.)
3. εξαπολύω κάποιον εναντίον εχθρών μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • συνάφεσις — έσεως, ἡ, ΜΑ [συναφίημι] μσν. αποχή από κάτι που γίνεται από κοινού ή μαζί με κάποιον άλλο αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με άρματα) ταυτόχρονη απελευθέρωση 2. (για ποταμούς) αφετηρία από το ίδιο σημείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”