- συναφίημι
- Α [ἀφίημι]1. εκβάλλω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συναφίημι μετὰ τοῡ ὕδατος καὶ γῆν», Αριστοτ.)2. αφήνω κάτι να πέσει, ρίχνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἐκπώματα χρυσᾱ κατεπόντισε ταῑς σπονδαῑς συναφιείς», Διόδ. Σ.)3. εξαπολύω κάποιον εναντίον εχθρών μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.